ριζοκόπος

ριζοκόπος
ο см. ριζοτόμος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ριζοκόπος" в других словарях:

  • ριζοκόπος — ο, Ν αυτός που κόβει και μαζεύει τις ρίζες τών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»